Αγροσυκιά Πέλλας

Το χωριό Αγροσυκιά, τόπος διαμονής του Αλέξανδρου Ιορδανίδη, ανήκει στον Καλλικρατικό Δήμο Γιαννιτσών και στη Δημοτική ενότητα Πέλλας της Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Πέλλας, του νέου υπερνομού Κεντρικής Μακεδονίας της Ελλάδας.

Δείτε το στον χάρτη:
Το σημαδάκι με το σταυρό, δηλώνει την τοποθεσία του ιερού ναού του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη, που ανεγέρθηκε από τον Αλέξανδρο Ιορδανίδη.
[mapsmarker marker=”1″]
Κλικ εδώ για τους χάρτες Google.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΓΡΟΣΥΚΙΑ ΠΕΛΛΑΣ

Το χωριό ανήκει στην περιφέρεια Γιαννιτσών, στον Δήμο Πέλλας στον Νομό Πέλλας.

Το παλαιότερο χωριό που υπήρχε λεγόταν Κούρπες. Την ονομασία όπως λέγεται την πήρε από τα πέντε υψώματα που υπάρχουν απέναντι στο χωριό. Μοιάζουν σαν κούρπες όπως τις βλέπεις στο ορίζοντα: ΚΟΥΡΠΑ είναι Σλάβικη λέξη που σημαίνει την καμπύλη που σχηματίζονται στις κορυφές τον υψωμάτων αυτών. Οι κάτοικοι του ήταν Βούλγαροι πρόσφυγες.

Με τον ερχομό τον ποντίων στο χωριό, το 1922, μετακινήθηκαν κάποιες οικογένειες στο διπλανό χωριό Πολύπετρο και οι υπόλοιπες ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους την Βουλγαρία.

Το χωριό ήταν οργανωμένο με το σχολείο του την εκκλησία, καθώς και είχε παράρτημα αστυνομικού τμήματος. Παλιότερα λέγεται ότι κατοικούσαν και τούρκικες οικογένειες γιατί από μαρτυρίες ακουγόταν ότι στην αυλή του σημερινού σχολείου υπήρχε κάποιο σπίτι ενός Μπέη. Υπάρχουν και σε διάφορες άλλες τοποθεσίες ευρήματα παλαιών σπιτιών τούρκικων οικογενειών.

Το 1922 έφτασαν οι πρώτες προσφυγικές οικογένειες από την περιοχή της Αργυρούπολης του Πόντου, από τα χωριά τις Χάρσερας, Ομάλε, Δέκωνα, Άτρα.  Μετέπειτα ήρθαν και άλλες οικογένειες από το Επές, την περιοχή Σεβάστειας, από τα χωριά Κούλαλη, Βουζούχ, Καγιά, Αρμούτ,  Τσαϊρ, Δερέ Κιοϊ, Κιόβ Τεπέ,  Τσαμλή Καλέ, Κιζίκ, Πάζαρ Πελεν, Τσελέπ και συγκατοίκησαν στο χωριό Κούρπετς.

Τα χρόνια αυτά ήταν δύσκολα γιατί μέλη των οικογενειών ήταν σκορπισμένα και σε άλλα μέρη οπότε θα έπρεπε να βρεθούνε και να στήσουν τα καινούργια τους νοικοκυριά.

Ένα νέο κύμα προσφύγων καταφτάνει το 1924 από τα χωριά των Φαράσσων, Σατή, Κίσκα, Τσουχούρι, Χοντσά, Ταστσή και τον Βαρασσό, εντεταγμένοι  θρησκευτικώς στην ενορία Καισάρειας.

Ο λόγος που επέλεξαν την περιοχή για να ιδρύσουν την νέα τους πατρίδα ήταν η ομοιότητα του τοπίου με της προηγούμενης που άφησαν πίσω τους στις χαμένες πατρίδες τους.

Τίποτε δεν πήραν μαζί τους μόνο τις μνήμες και τις εικόνες των Αγίων τους. Μετά από μερικά χρόνια στο χωριό εγκαταστάθηκαν και λίγες οικογένειες Σαρακατσάνων, όπου έστησαν τα νοικοκυριά τους και τα μαντριά τους, γιατί μαζί τους έφεραν και τα πρόβατά τους.

Το χωριό με το βουναλάκια που είχε ήταν ιδανικό για μονάδες προβάτων και άλλων ζώων. Όταν εγκαταστάθηκαν οι πιο παραπάνω οικογένειες στο χωριό σκέφθηκαν να αλλάξουν και το όνομα.

Έτσι από μαρτυρίες κατοίκων περίπου, το Σάββατο 20 Αυγούστου 1927,  μαζεύτηκαν στην πλατεία του χωριού για βρούνε το κατάλληλο όνομα και να πάρουν απόφαση.

Οι παρευρισκόμενοι είκοσι άνδρες και παραπάνω έδωσαν διάφορα ονόματα. Ο κάθε ένας έλεγε και ένα όνομα προερχόμενο από την πατρίδα του. Κάποιοι ανέφεραν το όνομα Χάρσερα, άλλος είπε Διάκονο, άλλος  Ομάλε, ένας άλλος είπε Επές, κάποιοι που ήταν από τα Φάρασσα έλεγαν να το βάλουμε Φάρασσα! Πάρα πολλές προτάσεις, αλλά δυστυχώς δεν βγήκε καμιά απόφαση.

Διαπίστωσαν ότι δεν πρόκειται να καταλήξουν σε κάτι συγκεκριμένο και κάποιος που βρισκόταν, τον καιρό εκείνο στο χωριό, υπάλληλος για την αποκατάσταση των προσφύγων, ο Γεώργιος Δημητριάδης, τους πρότεινε να ονομασθεί ΑΓΡΟΣΥΚΙΑ, (ΑΓΡΟ+ΣΥΚΙΑ), γιατί υπήρχε μια περιοχή στην οποία ονόμασαν αργότερα δέκα πεντάρια, από τα στρέμματα, που ήταν τα χωράφια αυτά, υπήρχαν πολλά κτήματα με αμπέλια και πολλές συκιές και οι συκιές ήταν το διαχωριστικό των ιδιοκτησιών των κτημάτων. 

Το αποδέχτηκαν όλοι και από τότε λέγεται το χωριό ΑΓΡΟΣΥΚΙΑ. Για εξήγηση της λέξης αγρός και σύκα έδωσαν το όνομα στο χωριό. Η ονομασία επίσημα άλλαξε το 1935.

Η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων άρχισε από το 1926 με την διανομή προσωρινών γεωργικών κλήρων. Έτσι λοιπόν οι κάτοικοι της ΑΓΡΟΣΥΚΙΑΣ,  άρχισαν να καλλιεργούν με τα ζώα τους με τα άλογα, τα βόδια, και τα βουβάλια, και πολλές φορές έζευαν και αγελάδες, όταν δεν είχαν ζευγάρι για να καλλιεργήσουν την γη. Έσπερναν σιτάρι, καλαμπόκι, κουκιά, βρόμη, ρεβιθιά, χόρτο για τα ζώα. Η έκταση που τους διανεμήθηκε ήταν δύσκολη, άγονη και τα εργαλεία τους σχεδόν πρωτόγονα. Έπρεπε να περάσουν όλες αυτές τις εργασίες με την κόσα, το τουρμούκι, τα δρεπάνια, το ξύλινο άροτρο  ή  σάπαν, όπως το έλεγαν, στην καλύτερη περίπτωση άροτρο, τα μόνα σημαντικά εργαλεία. Ο κλήρος, που τους δόθηκε δεν ήταν ο ανάλογος αυτών που άφησαν. Η αποζημίωση που ποτέ δεν πήραν για την περιούσια που εγκατέλειψαν, με την υποχρέωση να επιστρέψουν την άξια των ζωών και των σπιτιών, οικοπέδων που πήραν σαν πρόσφυγες, τους οδήγησαν σε απόγνωση.  Δεν «είχαν στον ήλιο μοίρα». Τα εισόδημα τους ήταν τόσο λίγα  που δεν επαρκούσαν ούτε για τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες. Δεν το έβαλαν κάτω, όμως, πάλεψαν για να ορθοποδήσουν στην  ζωή τους.

Οι Περισσότεροι  πρόσφυγες  ήταν σε συνεχή αγώνα για την επιβίωση τους. Στο καινούργιο τους χωριό δεν υπήρχαν τα απαραίτητα και η κάθε οικογένεια έπρεπε να κάνει το κουμάντο της, να καταφέρει να ξεχειμωνιάσει κάνοντας ετοιμασίες μεγαλώνοντας κανένα γουρουνάκι για το κρέας τους και γενικά η κάθε οικογένεια είχε τις κότες της, που πολλές φορές ψώνιζαν με τα αυγά τα απαραίτητα στο σπίτι. Το κρέας ήταν ακριβό στις πόλεις, αφού τα χρήματα έλειπαν και για αυτό φρόντιζε η κάθε οικογένεια να τρέφει κοτόπουλα, πάπιες, γουρούνια για τις ανάγκες της. Το βασικό στην διατροφή τους ήταν το ψωμί και γι’ αυτό  το κάθε σπίτι είχε το φούρνο του. Μανάβικο επίσης δεν υπήρχε. Για να ψωνίσουν από τα δυο μπακάλικα που υπήρχαν πήγαιναν λίγο σιτάρι η ψώνιζαν με τεφτέρι. Η κάθε οικογένεια μετά το τέλος του αλωνισμού άρχιζε να ετοιμάζει διάφορα  για τον χειμώνα. Οι γυναίκες ετοίμαζαν ζυμαρικά (τραχανάδες, γιουφκάδες, πλιγούρι) και τουρσιά. Οι άντρες έπρεπε να φροντίσουν για την θέρμανση. Ξεκινούσαν παρέες  με τα καρά και τα ζευγάρια τους στα κοντινά βουνά και έκοβαν ξύλα ρίζες από αγκάθια και ότι καλύτερο έβρισκαν. Επιστρέφοντας  περνούσαν επιδεικτικά τα φορτία τους  από την πλατεία του χωριού.

Με τα πρώτα κρύα του χειμώνα, έριχναν τα ξύλα στην παρακαμίνα (τζάκι), χρησιμοποιώντας για προσάναμμα μικρά ξυλαράκια ή δαδιά από μικρά σανίδια  (τσάκνα). Πολλοί μάζευαν κόπρανα ζωών. Τα έλεγαν καμπράδα, κατά προτίμηση αγελάδων, τα κολλούσαν στους τοίχους η τα ξέραιναν στον ήλιο. Πολλές φορές τα ζύμωναν με άχυρο τα άφηναν στον ήλιο να ξεραθούν. Στο τζάκι μαγείρευαν  βάζοντας πάνω στα κάρβουνα, την πυροστιά, το Χαριένη, η καζάνι, τέντζερη (κατσαρόλα) με την ξύλινη κουτάλα και μαγείρευαν τα φαγητά τους. Πολλά βασικά είδη τα ψώνιζαν από τα μπακάλικα οι αγορές γινόταν με το τεφτέρι (βερεσέ). Ο μπακάλης σημείωνε την αξία αυτών που ψώνιζε  κάθε οικογένεια και εξοφλούσαν, όταν πληρώνονταν από την παραγωγή.

Οι δυνατότητες για ψυχαγωγία ήταν περιορισμένες. Το πιο συνηθισμένο μέρος για να συγκεντρώνονται οι παρέες και να διασκεδάζουν ήταν το καφενείο, οι  μαχαλάδες με νέους και νέες να κάνουν παρέες και να διασκεδάζουν τραγουδώντας όταν δεν υπήρχε κάποιο όργανο.

Η πρώτη γεώτρηση στο χωριό έγινε το 1952 όμως για πολλά χρόνια διατηρούσαν και τα πηγάδια που υπήρχαν στο χωριό. Μετά το 1960  έγινε μια ακόμα γεώτρηση και το δίκτυο ύδρευσης.  Στο θέμα του νερού  πάντοτε υπήρχε και κάποιο πρόβλημα. Από τότε μέχρι σήμερα πραγματοποιήθηκαν πολλές νέες γεωτρήσεις.

Η ανάπτυξη της γεωργίας παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Εγκαταλείφθηκαν τα βόδια και τα σιδερένια άροτρα, κυρίαρχοι της υπαίθρου έγιναν τα τρακτέρ (γεωργικοί ελκυστήρες). Ο αλωνισμός των σιτηρών με την τουκάνη και την πατόζα, έμεινε σε ανάμνηση με την εμφάνιση της θεριζοαλωνιστικής μηχανής το 1963. Σπουδαιότερο επίτευγμα στο τομέα της γεωργίας θεωρήθηκε  από τους αγρότες του χωριού  όταν εμφανίστηκαν η βαμβακοσυλλέκτες  και ποτιστικών συγκροτημάτων.

Σήμερα η Αγροσυκιά κατοικείται από 385 κατοίκους (απογραφή 2001) και ανήκει στον Καλλικρατικό Δήμο Γιαννιτσών και την Δημοτική Ενότητα Πέλλας.

Ο τόπος χωρίζεται από ένα ποτάμι με το βουνό, είναι προικισμένο με φυσικό τοπίο που  μπορεί να συνδυάσει το πράσινο, με τις καλλιέργειες  με τα καταπράσινα του βουνού  με πεύκα που βρίσκονται σ’ όλη την πλαγιά του βουνού, φυτεμένα με μέριμνα και ενέργειες του τότε Προέδρου της τότε Κοινότητας Αντώνη Παπαδόπουλου και του διοικητικού συμβουλίου που κατέβαλαν προσπάθειες για το καλό του τόπου και των συγχωριανών.

Στο Δυτικό τμήμα του χωριού, έγινε φράγμα και δημιουργήθηκε μια όμορφη φυσική λίμνη. Στο κέντρο του χωριού είναι χτισμένο το παλιό πέτρινο Σχολείο και στην άκρη του χωριού είναι κτισμένη η εκκλησία του χωριού  Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος και στην είσοδο του χωριού είναι ο ναός του Άγιου Αθανάσιου όπου σήμερα είναι και τα κοιμητήρια της Αγροσυκιάς.

Παρακολουθώντας  από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία,  αγναντεύεις το χωριό  όπου κάθε 20 Ιουλίου, αναβιώνουν παλιά έθιμα. Χτίστηκε πριν από  κατοίκους Πόντιους με την βοήθεια και των άλλων κατοίκων του χωριού, το 1986. Η εικόνα του Προφήτη Ηλία, που βρίσκεται στο ξωκλήσι, είναι έργο του Νικολάου, γιου του Χατζησάββα από την Αργυρούπολη του Πόντου. Αγιογραφήθηκε τον Απρίλιο του 1903 με δαπάνες του Κωνσταντίνου και της Αναστασίας Αποστολίδη. Τοποθετήθηκε σε ένα εξωκλήσι του προφήτη στα πανέμορφα βουνά της Χάρσερας του Πόντου, όπου κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου συγκεντρωνόταν οι χριστιανοί. Με το ξεριζωμό των Ελλήνων το 1922 η εικόνα δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά ο αείμνηστος Ηλίας Θεοδωρίδης την μετέφερε στην Αγροσυκιά Πέλλας, όπου οι κάτοικοι το 1986 έχτισαν το ωραίο εξωκλήσι πάνω στο βουνό.

Διαβάστε τη σελίδα από το διαδικτυακό χώρο του Δήμου Γιαννιτσών Πέλλας για το χωριό της Αγροσυκιάς:

Η ξεχασμένη Αγροσυκιά

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται! | Content is protected!