Φεβρουάριος
Στα Φάρασσα για τον μήνα Φλεβάρη και τον Μάρτη έλεγαν σαν ιστοριούλα ένα γεγονός που συνέβη με τους δύο μήνες αυτούς και αποδεικνύεται ότι έχουν δίκιο σε πολλά.
Πολλές φόρες άκουγα από την μητέρα μου και από άλλους γέρους να μιλούν για τον μήνα Μάρτιο και αναφέρουν τον γεγονός με μια γριά.
Κάποτε μια γριά είχε μερικές κατσίκες, ο χειμώνας ήταν βαρύς και δεν μπορούσε να τα βγάλει έξω να βοσκίσουν και οι τροφές τελείωναν, μόλις μπήκε ο Μάρτιος από την χαρά της που τελείωσε ο χειμώνας λέγει, ΜΑΡΤΗ ΜΠΡΙΤΖ ΣΤΑ ΜΟΥΣΤΑΚΙΑ ΣΟΥ, και έκανε την χειρονομία που κάνουμε με τον αγκώνα μας. Έπιασε και των κατσικιών το στόμα και λέγει, ΚΑΝΤΕ ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ ΜΠΡΙΤΖ ΣΤΟΝ ΜΑΡΤΗ γλιτώσαμε των χειμώνα.
Τότε θύμωσε πάρα πολύ ο μήνας Μάρτης και λέγει στον Φλεβάρη, δώσε μου δύο ημέρες από της ημέρες σου, να βάλω την γριά στο καζάνι.
Πράγματι ο Φλεβάρης έδωσε δύο μέρες και εμεινε κουτσός με είκοσι οκτώ ημέρες.
Εκεί που κάποια στιγμή η γριά άρμεγε τα κατσίκια, ξαφνικά χάλασε ο καιρός άρχισε να βρέχει, χαλάζι, αέρας, κρύο, η γριά τα έχασε, για να γλιτώσει έχυσε το γάλα που άρμεγε και μπήκε κάτω από καζάνι για να γλυτώσει.
Από το πολύ κρύο και την παγωνιά που έκανε, πάγωσε η γριά και έγινε σαν κούτσουρο.
Γι’ αυτό τον Φλεβάρη τον λέγανε ΚΟΥΤΣΟΎΡΟΥ ή κουτσοφλέβαρος από τις μέρες που του έλειπαν.
Στα Φάρασσα όταν ερχόταν ο Μάρτης οπωσδήποτε έπρεπε να κάνει κακοκαιρία. Γιαυτό και τον έλεγαν μπαλουκοκάφτη. Τελείωναν τα ξύλα του χειμώνα δεν είχαν τι να κάψουν και έκαιγαν τα μπαλούκια από τους φράχτες,
Οι γονείς μου έλεγαν μια παροιμία για τον Μάρτιο στα Φαρασιώτικα. είπειν ο μάρτης, έρ να μή πίκου σιμό σα εν’νέ, εν πίκου, σα δέκα εν’νέ, τσε άν τσο πίκου σα δέκα εν’νέ, σα είκοση, εν’νέ, εν νανάρτου μο τον αραμπά.
Δηλ, Είπε ο Μάρτιος, εάν δεν κάνω χειμώνα στις εννιά, θα κάνω στις δέκα εννιά, και αν δεν κάνω στις δέκα εννιά, θα έρθω, στις είκοσι εννιά με το κάρο.
Τον Απρίλιο άρχιζε να ανεβαίνει η θερμοκρασία, ήταν ο πιο ζεστός ανοιξιάτικος μήνας και έλεγαν.
σα δεκαπέντα το βουβάλι φίνη το έσιν του. Δηλ,Στις δέκα πέντε το βουβάλι αφήνει το ταίρι του.
Στο κρύο τα βουβάλια κοιμούνται δύο, δύο μόλις πιάνει η ζέστα χωρίζονται, για αυτό έλεγαν την παροιμία αυτήν.